συλητής

συλητής
ο
1) похититель священной утвари; святотатец; 2) вор, грабитель; расхититель; мародёр

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "συλητής" в других словарях:

  • συλητής — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συλητής — ο, ΝΑ, θηλ. συλήτρια Α [συλῶ] άρπαγας, κλέφτης νεοελλ. κλέφτης ιερών αντικειμένων …   Dictionary of Greek

  • συλητής — ο αυτός που λεηλατεί ιερούς τόπους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συλωτής — ὁ, ΜΑ συλητής. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. συλητής] …   Dictionary of Greek

  • συλευτής — ὁ, Μ [συλεύω] συλητής …   Dictionary of Greek

  • χρυσοσύλης — ὁ, Μ συλητής χρυσού. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + σύλης (< συλῶ «σκυλεύω, λεηλατώ»), πρβλ. θεο σύλης] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»